Το Σμαριανό Εμπόριο

 

Εισήγηση του Σταύρου Ι. Τσιριγωτάκη στη Διημερίδα:  "Αν σ' αγαπά ο τόπος σου σε θέλει ο κόσμος όλος...", που διοργανώθηκε από το ΔΟΠΑΠ Μινώα Πεδιάδας σε συνεργασία με τους Πολιτιστικούς Συλλόγους του Δήμου, στις  16 και 17 Απριλίου 2016

 

Εισηγητής : Σταύρος Ι. Τσιριγωτάκης

Οικονομολόγος, πρώην Υποδιευθυντής Τραπέζης Ελλάδος

 

Κυρίες και Κύριοι,

Πριν αναφερθώ στην παρουσίασή μου για το «Σμαριανό Εμπόριο», θεωρώ υποχρέωσή μου και σαν ελάχιστο δείγμα σεβασμού να πω με δυο – τρία λόγια για τη διαχρονική ύπαρξη του χωριού μου, αλλά και για τους συντοπίτες μου προγόνους και τωρινούς.

Το Σμάρι βρίσκεται 30 χλμ. νότια του Ηρακλείου και σε υψόμετρο 320 μ.Είναι χτισμένο σε μικρό λοφίσκο, στο κέντρο κλειστής αλλά ευρείας βραχώδους και ανάγλυφης εδαφικής λεκάνης.

Είναι γνωστό από αρχαιολογικές έρευνες και ανασκαφές, ιστορικές γραπτές αναφορές όπως οι μεταφράσεις αρχείων του Δήμου Ηρακλείου, αλλά και από αμέτρητα μέχρι τις μέρες μας υπάρχοντα μνημεία και ευρήματα, ότι το χωριό κατοικείται και ιστορείται από τους Μινωικούς χρόνους. Η Μινωική Ακρόπολις Σμαρίου στο λόφο του Προφήτη Ηλία, το Ρωμαϊκό πατητήρι, τα βυζαντινά ξωκλήσια του ‘Αϊ Γιώργη και του Σωτήρα Χριστού, οι απογραφές στους περασμένους έξι αιώνες, επί βενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας όπως των Καστροφύλακα και Βασιλικάτα, αλλά και η πρόσφατη ανακήρυξη με προεδρικό διάταγμα του οικισμού ως παραδοσιακού, επιβεβαιώνουν τη διαχρονική ύπαρξή του. 

Σ’ αυτό τον τόπο ζήσαν και ζουν οι Σμαριανοί. Άνθρωποι ευγενείς, περήφανοι, φιλόξενοι

και εργατικοί, με βαθιές τις αξίες του οικογενειακού σεβασμού και της τάξης, με έντονο

και ειλικρινές θρησκευτικό αίσθημα που επιβεβαιώνεται από τις μικρές, σεμνές εκκλησίες αλλά και τον μεγαλοπρεπή ‘Αϊ Γιάννη του χωριού. Η Δημοκρατική και Εθνική συνείδηση, όπως βέβαια και σε όλα τα χωριά του τόπου μας, είναι έντονη, συνεχής και χωρίς ιδιοτέλειες. Η παρουσία των Σμαριανών σ’ όλους τους εθνικούς – απελευθερωτικούς αγώνες είναι κυρίαρχη υποχρέωσή τους, είτε μέσα στο νησί, είτε στον ελλαδικό χώρο. Συμμετέχουν, θριαμβεύουν και συμπάσχουν στις κρητικές επαναστάσεις, στους βαλκανικούς πολέμους, το αλβανικό μέτωπο, τη γερμανική κατοχή. Με ταπεινότητα υποκλινόμαστε στο Ηρώο πεσόντων Σμαριανών στην κεντρική πλατεία του χωριού.

Κυρίες και κύριοι,

Όταν πριν από πολλά χρόνια βρέθηκα στη Ρούσσα εκκλησά, χωριό λίγο πριν το Βάι και το Κάβο Σίδερο, εκεί στο καφενείο οι ντόπιοι μου κάναν ιστορίες για τους Σμαριανούς που φτάναν στα μέρη τους, για να αγοράσουν λάδια, φέτσες, δέρματα και μελόκερα. Κάποτε πάλι στα Ρούστικα στο Ρέθυμνο ο καφετζής του χωριού μου δειξε το χώρο που κάνανε κονάκι οι συγχωριανοί μου εμπορευόμενοι. Ένα απόγευμα της δεκαετίας του 60, βαδίζοντας στον κεντρικό δρόμο της Κριτσάς, άκουσα να με καλούν τρεις άνδρες έξω από μια αποθήκη, ήταν συγχωριανοί μου φετσάδες. Αναφέρω αυτά τα περιστατικά, αφού θα μιλήσω, θα περιγράψω με κάποιο τρόπο, το διαφορετικό με το οποίο ήταν μπολιασμένο το χωριό μου τον περασμένο αιώνα. Οι Σμαριανοί φετσάδες και στρατολάτες όπως εμείς τους λέγαμε, ήταν γνωστοί σ’ όλο το νησί, σε χωριά και πολιτείες. Στη Κίσσαμο, στα Ρεθυμνιώτικα, στη Μεσσαρά, το Μονοφάτσι, τα Βιαννίτικα, το Μεραμπέλλο, στη μακρινή Σητεία, παντού περάσανε, παντού τους ξέρανε. Το χωριό μου το Σμάρι ήταν κεφαλοχώρι που ακόμη κρατεί, με πολλές πολυμελείς οικογένειες, ένα μεγάλο μελίσσι όπως και το όνομά του υποδηλώνει. Ο κλήρος λίγος, το χώμα ακόμη πιο λίγο για τόσους πολλούς, οι πέτρες και τα χαράκια πιο πολλά. Η γεωργία και η βουκολική δεν μπορούν να στηρίξουν τόσο πληθυσμό, η γαλακτοκομία με τις σύγχρονες σημερινές μονάδες δεν έχει ακόμη αναδειχτεί. Τόπος άνυδρος, δίχως νερά τρεχούμενα ή πηγές με μόνη λύση τα λιγοστά πηγάδια, βάλσαμο για τις καθημερινές ανάγκες και τα μικρά κηπούλια. Σ’ αυτό το αρνητικό περιβάλλον στα τέλη του 19ου αιώνα και μέσα του 20ου ο Σμαριανός, άγνωστο γιατί με λίγες εξαιρέσεις, δεν μεταναστεύει, δεν παίρνει το δρόμο της ξενιτειάς σε άλλες ηπείρους, στην Ευρώπη και μέσα στη χώρα. Διαχέετε, κινείται, αναδεικνύεται και συχνά εγκαθίσταται μέσα στο νησί.   Αφού βρίσκει το διέξοδο της επιβίωσης κατά ένα λόγο, με το πρωτόγνωρο εμπόριο συγκεκριμένων αγαθών, παράλληλα βέβαια με τις παραδοσιακές ενασχολήσεις στη γη και τις τέχνες, που και εκεί δείχνει έφεση και διάθεση. Πηγαίνει, γυρεύει, βρίσκει το νοικοκύρη, τον παραγωγό και χτίζει σιγά – σιγά χρόνο με το χρόνο γνωριμίες και φιλίες, όχι μόνο εμπορικές αλλά κοινωνικές και ανθρώπινες, αγοράζοντας τα προϊόντα που τον ενδιαφέρουν δηλαδή βρώσιμο λάδι, φέτσες και προβιές.

Γνώριζε πολύ καλά την αξία και τη χρησιμότητα αυτών των αγαθών ειδικά σ’ εκείνους τους χαλεπούς καιρούς, αφού οι φέτσες δηλαδή το υποβαθμισμένο λάδι ή χοντρόλαδο όπως λεγόταν ήτανε η πρώτη ύλη που μετά από ειδική επεξεργασία έδινε το βιομηχανικό ή ουδέτερο και τελικά το ραφινέ λάδι αλλά κυρίως το αγνό άσπρο σαπούνι το τόσο αναγκαίο αγαθό, παράλληλα βέβαια με το πράσινο από το πυρηνέλαιο που κρατούσαν σε αξιοπρέπεια και υγιεινή την καθημερινότητα νοικοκυριών και ανθρώπων.

Η σκάφη και το σαπούνι κυριαρχούν εκείνους τους καιρούς. Ο λόγος της ύπαρξης τόσο μεγάλων ποσοτήτων υποβαθμισμένου λαδιού δηλαδή φέτσας ήταν η ατελής έκθλιψη του ελαιοκάρπου στις παραδοσιακές φάμπρικες αλλά και στα πρώτα μηχανικά ελαιουργεία αφού πολύ αργότερα αυτά τελειοποιήθηκαν με την τελική λύση της καθαρότητος του προϊόντος να οφείλεται στους σύγχρονους ελαιοδιαχωριστές.

Τα δέρματα ή αλλιώς προβιές, αρνιά, κατσίκια ή βιδέλα ήταν το άλλο περιζήτητο είδος, που μέσα από την τέχνη των μικρών ταμπακαριών και μεγάλων βυρσοδεψείων έβγαιναν  τα έτοιμα δέρματα για να γίνουν τα αναγκαία προϊόντα αμέτρητων χρήσεων, όπως της ένδυσης και υπόδησης σε εποχές που το πλαστικό και οι συνθετικές ύλες ήταν άγνωστες.

Αφετηρία των Σμαριανών ήταν το χωριό, συνήθως σχηματίζονταν αλλά και συμφωνούνταν στις λεπτομέρειες παρέες συγγενικές ή φιλικές συν δυο – συν τρείς, ο πατέρας με το γαμπρό, τον ξάδερφο, τον ανηψιό, το σύντεκνο, το γείτονα.

Έτσι είχαν ο ένας την έγνοια τα’ αλλουνού, για το απρόοπτο, την κακή ώρα, την αρρώστια αλλά και η συνεργασία έδενε πιο καλά. Άλλος έβαζε πιο πολύ κεφάλαιο, άλλος τις γνώσεις της δουλειάς, των διαδρομών και των αποστάσεων. Αρκετές φορές όμως κινούνταν και μοναχοί όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν.

Τα χτήματα ήταν το αναγκαίο μέσο, το βασικό εργαλείο της δουλειάς. Είχαν μουλάρια και γαϊδάρους, δυνατά ζωντανά, ράτσες γερές, καλά πεταλωμένα γοργοπόδαρα, καλοταϊσμένα με άχυρο και πολύ καρπό, με φροντίδα από τα αφεντικά τους, καθημερινή και κάθε λογής, για να περνούν δρόμους και να αφήνουν δρόμους όπως λέει και το παραμύθι, μόνο που εδώ δεν ήταν παραμύθι αλλά πραγματικότητα.

Ένα τέτοιο μαύρο μουλάρι είχενε ο παππούς μου ο Σταύρος που τονε πήγαινε συχνά πυκνά στην Κίσσαμο. Αυτό το ζωντανό είχενε στην καπούλα του τα κεφαλαία γράμματα Ε.Σ. (Ελληνικός Στρατός). Ποιος ξέρει που αλλού είχε καλπάσει.

Έκοβαν αμέτρητα χιλιόμετρα μέρα – νύχτα με κάψα και βροχές, διανυκτέρευαν όπου και όπως τους βόλευε σε χάνια οικισμούς, κωμοπόλεις, ακόμα και στο ύπαιθρο. Περνούσαν βουνά φαράγγια ή καλλιέργειες για να φτάσει ο κάθε στρατολάτης, η κάθε παρέα εκεί που είχε στοχεύσει, εκεί που είχε αποφασίσει στην άλλη μπάντα της Κρήτης.

Ταξίδι ημερών κοπιαστικό, απρόσμενο, με απρόοπτα και κινδύνους αλλά πάντα έφταναν, πάντα τα κατάφερναν. Κάναν βάση διαμονής κάποιο κεφαλοχώρι ή κωμόπολη όπου κρατούσαν συνήθως με ενοίκιο την απαραίτητη αποθήκη για τη  συγκέντρωση των εμπορευμάτων. Από τη βάση πιάναν τα γύρω χωριά, η άφιξή τους διαδίδονταν σαν αστραπή. Το παζάρεμα βέβαια με τους νοικοκύρηδες ήταν συνεχές μέχρι την τελική συμφωνία. Παίρνανε δείγμα της φέτσας βάζοντας τη χέρα μέσα στο δοχείο αλλά και με τον κλέφτη δηλαδή  μια μεταλλική σωλήνα που έκανε την αναρρόφηση του υγρού. Όταν η ποσότητα ήταν μεγάλη και το παζάρι πιο σκληρό, τότε κόβανε δηλαδή βράζανε τη φέτσα σ’ ένα μπρίκι 100 δράμια ή γραμμάρια και με μερικές σταγόνες θειικού οξέως έβγαινε η αναλογία λαδιού ξένης ύλης και η ανάλογη τιμή.

Σύνεργά τους ήταν τα ασκιά, τα βαρέλια, το κάρτο, το χωνί, ο κλέφτης, ο καμπανός. Στη δουλειά φορούσανε ένα αλαφρύ ρούχο μέχρι τα γόνατα, την καμιζόλα για να μην λερώνονται. Αδειάζανε τα πιθάρια, τα βαρέλια, το κάθε χρειασίδι του σπιτιού, μπαίνανε σε αποθήκες, κελάρια μουτουπάκια. Όταν τελείωνε η δουλειά ερχότανε η ρακί με τα κάθε λογής κεράσματα μαζί και οι φιλικές κουβέντες και αθιβολές.  

Παίρνανε τις προβιές των οικόσιτων ζώων που όλα τα σπίτια είχαν για τις δικές τους διατροφικές ανάγκες, αλλά και από τοπικούς εμπόρους και κρεοπώλες που τις συγκέντρωναν για μακρές χρονικές περιόδους. Οι ποσότητες ήταν ιδιαίτερα μεγάλες μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων, Απόκρεων και  Πάσχα. Πολλές φορές βέβαια κάναν αποκλειστικές στραθιές μόνο για την αγορά των δερμάτων. Πληρώνανε τις μετρητοίς και άμεσα από την παραδοσακούλα που’ χαν χωσμένη στο μπέτη. Έδιναν όμως και ένα μέρος του λογαριασμού πάντοτε σε σαπούνι δηλαδή ίσχυε ο αντιπραγματισμός, ανταλλαγή αγαθού με αγαθό. Το σαπούνι αυτό ήταν αρκετές φορές και Σμαριανό αφού για 30 τουλάχιστον χρόνια οι συγχωριανοί μου λειτούργησαν 5 μικρά σαπουναριά, 1 στο Ρέθυμνο, 1 στη Μεσσαρά και 3 στο Ηράκλειο, συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά στις τότε μεγάλες βιομηχανίες που υπήρχαν σε όλο το νησί και κάλυπταν αγοραστικές ανάγκες τις χώρας με παράλληλες εξαγωγές. Η τέχνη του σαπουνοποιού απαιτούσε και κάποιες γνώσεις πρακτικού χημικού.  Το αλάτι, ο ασβέστης, η κρυσταλλική καυστική σόδα, οι μέρες βρασμού της πρώτης ύλης, η θερμοκρασία, το άπλωμα της ζεστής μάζας σε καλούπια, η πήξη της και το ξύσιμο της επιφάνειάς της για την αμέσως μετά χάραξη των πλακών με το λογότυπο, ήταν καλό γνωστικό αντικείμενό τους.

Όταν τα κεφάλαια εξαντλούνταν και η κούραση πια τους κατέβαλλε, αλλά κυρίως όταν πλησίαζαν οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές και το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία, φόρτωναν τα εμπορεύματα σε αυτοκίνητα και κατέβαιναν σε όλες τις πόλεις του νησιού για να πουλήσουν στις μεγάλες επιχειρήσεις και ραφιναρίες. Τα δέρματα όμως πήγαιναν όλα και πάντοτε στο Ηράκλειο όπου οι Σμαριανοί δερματάδες είχαν τον πρώτο και κυρίαρχο λόγο. Πριν πάρουν το δρόμο του γυρισμού για το χωριό με γεμάτο το πορτοφόλι παράδες, γεμίζανε το φάρδο με πουσούνια, όπως ρουχισμό και παπούτσια για τη γυναίκα, τη μάνα, τα κοπέλια, χρειασίδια του σπιτιού, μα κυρίως κάθε λογής τρόφιμα που στην ενδοχώρα δεν τα έβρισκε κανείς εκείνα τα χρόνια. Ήταν τα ονομαζόμενα αποικιακά σε αντίθεση με τα εδώδιμα δηλαδή παστό μπακαλιάρο, ξερό χταπόδι, φρίσες, σαρδέλες του κουτιού, μπαχαρικά, ζάχαρη καφέ, ακόμη και χάσικο ψωμί από τους καστρινούς φούρνους. Λένε και ακούγεται ακόμα στις μέρες μας ότι όταν γυρίζανε στο χωριό οι στρατολάτες από όποια κατεύθυνση και αν το προσεγγίζανε, τα ζωντανά το καταλάβαιναν. Όσο πλησίαζαν άνοιγαν ζάλο, φρούμαζαν, κάνανε σχεδόν καλπασμό. Τα αφεντικά τους δε τα παλεύανε , βιάζονταν φαίνεται να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στο γνώριμο τόπο, στο στάβλο τους, στο παχνί τους.   

Με την άφιξή τους στο χωριό, πρώτο τους μέλημα ήταν να βάλουν στην άκρα τα λαδωμένα σωμάρια και φορτώματα για να στρώσουν τα χτήματα με άλλα καθαρά, ενώ τις επόμενες μέρες οι κουβέντες με συγγενικά και αγαπημένα πρόσωπα, αλλά και στις παρέες, στα πολλά πράγματι καφενεία που υπήρχαν, είχαν αποκλειστικό θέμα, λεπτομέρειες σχετικές με τη στραθιά, ενώ τα καλέσματα, τα κεράσματα και τα δυνατά γλέντια καλά κρατούσαν για μέρες πολλές.

Είναι αυτονόητο ότι μετά τη δεκαετία του 60, με τη βελτίωση των οδικών συγκοινωνιών και την αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, οι συντοπίτες μου συνέχισαν το εμπόριο κινούμενοι με ιδιόκτητα μικρά και μεσαία φορτηγά αυτοκίνητα βελτιώνοντας και επεκτείνοντας τη δράση τους.

Είναι κοινή παραδοχή πως το μικρό γίνεται μεγάλο, το ανώνυμο επώνυμο, το γνωστό ακόμη πιο γνωστό. Έτσι και με τους Σμαριανούς, κάποιοι απ’ αυτούς που’ κάναν τις στραθιές σε κάθε γωνιά της Κρήτης ή οι απόγονοί τους, κράτησαν και λειτούργησαν τουλάχιστον για το μισό του 20ου αιώνα αξιόλογες επιχειρήσεις με σημείο αναφοράς τη νοητή ευθεία μήκους 500 μέτρων από την πλατεία Ελευθερίας μέχρι την πλατεία Κορνάρου στο Ηράκλειο, όπου έβρισκε κανείς τόσα και τόσα δικά μας μαγαζά παράλληλα βέβαια με τις μεγάλες αποθήκες που διατηρούσαν εκτός πόλης. Απ’ αυτές, άλλες είχαν αντικείμενο μόνο την παραγωγή σαπουνιού, άλλες την εξαγωγή δερμάτων και ορισμένες το χονδρικό εμπόριο ελαιοδάδου. Οφείλω να τις ονοματίσω για του λόγου το αληθές. Μιχ. Δ. Τσιριγωτάκης, Υιοι Ιωάννη Τσιριγωτάκη Ο.Ε., Ιωάνν. Μοχιανάκης, Αλέκος Παπαδογιωργάκης, Εμμ. Ελευθεράκης Ο.Ε. Υιοι Αντ. Χρονάκη Α.Ε., Νικ. Σταύρου Χρονάκης Α.Ε., Γεώργιος Βιτσαξάκης, Ιωάνν. Ελευθεράκης , Αφοι Βιτσαξάκη Ο.Ε., Αφοί Τζανάκη Ο.Ε., Αφοι Τζανοδασκαλάκη , Στυλιανός Τζανοδασκαλάκης, Μιχ. Κουτράκης, Μιχ. Στ. Χρονάκης και βέβαια ο Σήφης Σπανάκης από το Καστέλλι. Αρκετές από αυτές είχαν ισχυρή πρόσβαση και παρουσία με μεγάλους τζίρους στο χονδρικό εμπόριο βρώσιμου ελαιολάδου, με ευρύ πελατολόγιο λαδέμπορων σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας. Αυτή η δράση αφορούσε σε χύμα ελαιόλαδο που έφευγε σε βαρέλια των 200 κιλών και που έπαψε να υπάρχει μετά τη στροφή των καταναλωτών στο τυποποιημένο.

Η χώρα μας είχε ανέκαθεν μεγάλο ζωικό κεφάλαιο σε αρνιά και κατσίκια και συνακόλουθα μεγάλη παραγωγή δερμάτων, ένα μέρος των οποίων έμενε για επεξεργασία στο εσωτερικό. Από επίσημα και αξιόπιστα στοιχεία για τις εξαγωγές της χώρας και το εισερχόμενο αντίστοιχο συνάλλαγμα, φαίνεται ότι από το 1960 μέχρι και το 2000 τα ακατέργαστα δέρματα κατείχαν την 6η μέχρι και 10η θέση, μετά από τα παραδοσιακά εξαγώγιμα προϊόντα δηλαδή καπνά, βαμβάκια, αλουμίνα κ.λ.π. Αυτό το προϊόν ήταν περιζήτητο σ’ ένα έντονο και συνεχή ανταγωνισμό, ανάμεσα στους τοπικούς εμπόρους όλης της επικράτειας μικρούς και μεγάλους που συγκέντρωναν τεράστιες ποσότητες κυρίως έως και αποκλειστικά για λογαριασμό του Ισπανικού εργοστασίου στη Πάτρα που λειτουργούσε λίγα χρόνια  επειδή ρύπαινε και διαχρονικά τριών έως ενός Σμαριανών εξαγωγικών επιχειρήσεων με έδρα την Αθήνα. Αυτές είχαν βαθειά γνώση του αντικειμένου, οργάνωση. Ισχυρά κεφάλαια καλή τραπεζική υποστήριξη και κυρίως καθολική αναγνώριση από τις Ευρωπαϊκές βιομηχανίες επεξεργασίας δέρματος. Η επικράτησή τους σ’ όλο τον Ελλαδικό χώρο, στεριά και νησιά, ήταν πρωτοπόρα ενώ Σμαριανοί δερματάδες εκπρόσωποι των εξαγωγέων κινούνταν και αγόραζαν το σύνολο της παραγωγής από δύσκολες συγκοινωνιακά περιοχές όπως η Θράκη και όλα τα νησιά του Αιγαίου. Οι εξαγωγές γίνονταν στη Δυτική Ευρώπη και κυρίως στις Ανατολικές χώρες μέσω διακρατικών συμφωνιών CLEARING σε μπάλες των 100 ξερών δερμάτων πιεσμένες σε πρέσα με προσθήκη ελάχιστης κρυσταλλικής ναφθαλίνης.

Τελειώνοντας έχω υποχρέωση να πω, για ένα φωτισμένο μυαλό που έκανε στραθιές το 1950 στο Μυλοπόταμο και στο Μεραμπέλλο, μαζεύοντας προβιές και που αργότερα αναδείχτηκε και αναγνωρίστηκε στην Ελλάδα ως ο πρώτος των πρώτων τα τομάρια όπως ο ίδιος έλεγε στα δέρματα. Ήταν ο Ξενοφών Χρονάκης της εξαγωγικής Υιοι Αντ. Χρονάκη Α.Ε.

Κυρίες και Κύριοι,

Ο κύκλος του Σμαριανού εμπορίου έχει κλείσει οριστικά εδώ και πολλά χρόνια. Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε τους λόγους που είναι πολλοί και σύνθετοι.

Μας μένουν μόνο οι πολλές και ποικίλες αναμνήσεις και ίσως αυτό το ταπεινό γραφτό.